Μπλουμ, Λεόν

Μπλουμ, Λεόν
(Leon Blum, Παρίσι 1872 – Ζουί-αν-Ζοζάς 1950). Γάλλος πολιτικός και συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε στην Εκόλ Νορμάλ, γνώρισε, κατά τη νεότητα του, τους φιλολογικούς κύκλους και έγραψε αρκετά δοκίμια. Προσχώρησε το 1902 στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, του οποίου αναδείχτηκε γρήγορα ηγέτης και το 1919 εξελέγη βουλευτής. Στην εφημερίδα Populaire, που ίδρυσε ο ίδιος, υποστήριξε την ένωση των δυνάμεων της αριστεράς σε ενιαίο πολιτικό συνασπισμό. Το σχέδιο αυτό μπόρεσε να πραγματοποιηθεί με το «Λαϊκό Μέτωπο», που πέτυχε πλειοψηφία στις εκλογές του 1936. Διετέλεσε πολλές φορές υπουργός και πρωθυπουργός και το 1940 φυλακίστηκε, πρώτα από την κυβέρνηση του Βισί και έπειτα από τους Γερμανούς, όχι μόνο για πολιτικούς αλλά και για φυλετικούς λόγους (ήταν εβραϊκής καταγωγής) και κλείστηκε στο Μπούχενβαλντ. Με το τέλος του πολέμου απελευθερώθηκε και έγινε, για λίγο, πάλι πρωθυπουργός. Το 1946 του ανατέθηκε αποστολή στην Ουάσινγκτον και τον ίδιο χρόνό έγινε πρόεδρος της ΟΥΝΕΣΚΟ. Από τον Δεκέμβριο 1946 έως τον Ιανουάριο διετέλεσε πρόεδρος μεταβατικής κυβέρνησης και τον Οκτώβριο του 1948 έγινε αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση Μαρί. Το βιβλίο του Για τον γάμο, που δημοσιεύτηκε το 1907, προκάλεσε αρκετά βίαιες επικρίσεις για τις τολμηρές και ανορθόδοξες θέσεις του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Νταλαντιέ, Εντουάρ — (Εdouard Daladier, Καρπαντρά Προβηγκία 1884 – Παρίσι 1970). Γάλλος πολιτικός. Διετέλεσε εκπαιδευτικός έως το 1919, οπότε εκλέχτηκε βουλευτής. Ριζοσπάστης σοσιαλιστής, ο Ν. παρουσιάστηκε στο προσκήνιο της γαλλικής πολιτικής το 1934 όταν, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Καγκούλ — (Cagoule).Γαλλική πολιτική τρομοκρατική οργάνωση. Τα μέλη της (cagoulards) έκρυβαν το πρόσωπό τους με μια κουκούλα (cagoule), που είχε άνοιγμα μόνο στο ύψος των ματιών, ώστε να μην αναγνωρίζονται. Η Κ. δημιουργήθηκε το 1936 με στόχο να πολεμήσει… …   Dictionary of Greek

  • Ρενό, Πολ — (Reynaud, Μπαρσελονέτ, Κάτω Άλπεις 1878 – Νεϊγί, Παρίσι 1966). Γάλλος πολιτικός. Στη βουλή (όπου μπήκε για πρώτη φορά το 1919) υποστήριξε, χωρίς επιτυχία, τις γνώμες του Ντε Γκολ για τη δημιουργία θωρακισμένων μηχανοκίνητων μονάδων και, τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”